- κωλωτοειδής
- κωλωτοειδής, ές,A shaped like a lizard, Hp.Epid.4.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωλωτοειδής — κωλωτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κωλώτη, κατάστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλώτης + ειδής*] … Dictionary of Greek
κωλωτοειδέα — κωλωτοειδής shaped like a lizard neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κωλωτοειδής shaped like a lizard masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)